Top News

Φόνοι, Ναρκωτικά, Γυναίκες: Οι Έλληνες Ρεμπέτες Ήταν Πολύ Σκληροί για να Πεθάνουν


Καταγώγια και τεκέδες, αργιλέδες και χασίσια, μάγκες, νταήδες, κουτσαβάκια, αλλά και «αποφάγια μάγκες», πόρνες και αγαπητικοί, τσαμπουκάδες και μαχαιρώματα, μπαγλαμάδες και τραγούδια στον προπολεμικό Πειραιά: Αυτό είναι λίγο-πολύ το σκηνικό. Ένα σκηνικό λούμπεν και συνάμα ρομαντικό, με άνδρες σκληρούς που σημάδεψαν την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού και θα έκαναν πολλούς αμερικανούς γκάνγκστερ να μοιάζουν μπροστά τους κολεγιόπαιδα. Αυτές είναι μερικές από τις συναρπαστικές ιστορίες τους.


Ο ρεμπέτης που έδερνε αστυνομικούς

«Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι», τραγουδούσε ο Μιχάλης Γενίτσαρης (15 Ιουνίου 1917 – 11 Μαΐου 2005) και δικαίως, καθώς η μυθιστορηματική ζωή του περιλάμβανε νταλκάδες, μαχαιρώματα και ουκ ολίγους τσαμπουκάδες με τα όργανα της τάξης. Στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή «Ρεμπέτικη Ιστορία» (εκδ. Νεφέλη) ο ίδιος εξομολογείται: «Μας σταματάει ξαφνικά στον δρόμο ένας αστυφύλακας και μας ρωτάει: “Για πού πάτε παιδιά; Αυτό που κρατάς εσύ τι είναι είναι;”, λέει σ’ εμένα. Του λέω, “μπουζούκι”. Χωρίς όμως να το προσέξω, έχει πλησιάσει κοντά και δίνει μια κλωτσιά, όπως το βαστάω και μου το σπάει. “Γιατί”, του λέω, “κύριε policeman το έσπασες;”. “Δεν ξέρεις”, μου λέει, “ότι το όργανο αυτό είναι χασικλίδικο; Πήγαινε φύγε”, λέει, “για να μην σας πάω όλους μέσα”. Το αποτέλεσμα το λέω τώρα, τον έσπασα στο ξύλο μέχρι του θανατά, τον έστειλα για καιρό στο νοσοκομείο, εγώ δικάστηκα, την πλήρωσα άσχημα και άστα». Ο Γενίτσαρης φυλακίστηκε ουκ ολίγες φορές, ενώ εξορίστηκε στην Ίο για έναν χρόνο ως δημόσιος κίνδυνος επί Μεταξά.


«Τον έσπασα στο ξύλο μέχρι του θανατά, τον έστειλα για καιρό στο νοσοκομείο, εγώ δικάστηκα, την πλήρωσα άσχημα και άστα».

Μάλιστα, σύμφωνα με τον στιχουργό του ρεμπέτικου, Νίκο Μάθεση, ο Γενίτσαρης δεν είχε διστάσει ακόμη και να εισβάλει σε αστυνομικό τμήμα: «Μανούριασε και πλάκωσε κάτι χωροφύλακες και τον βάλανε στο μάτι. Αλλά τι τους έκανε! Πήρε μετά έναν χωροφύλακα, τον έδειρε και του πήρε το πιστόλι – ναι. Και πάει στο τμήμα της χωροφυλακής στη Νιό και τους πλακώνει στο μπινελίκι. Μπαίνει μέσα και με το πιστόλι στο χέρι απειλούσε τον διοικητή και τους άλλους χωροφύλακες, ώστε να αφήσουνε ήσυχους τους εξόριστους που τους φερνόντουσαν άσχημα. Κλαρίνο είχανε κάτσει όλοι τους. Μετά απ’ αυτό ησυχάσανε τα πράγματα και τους φερόντουσαν πιο ωραία, πιο ανθρώπινα. Γενίτσαρης ήτανε αυτός. Όχι παίζουμε!».
Ο Γενίτσαρης όμως, σαν μάγκας που ήταν, ήταν και πολύ ερωτιάρης. Ο έρωτάς του μάλιστα για μια πόρνη, τη Σοφία, εξελίχτηκε σε splatter που θα ζήλευε και ο Quentin Tarantino, με μια τσατσά να χάνει δύο δάχτυλα και έναν ανθυπολοχαγό να φεύγει με μαχαιριά στο πόδι. Ο ίδιος διηγείται: «Έμπλεξα με μια γκόμενα που τη λέγανε Σοφία. Ήταν γυναίκα ελευθέρων ηθών. Αυτή εμένα με ξεμυάλισε και όπως ήμουνα τρελός, μαζί της απόγινα. Ήταν γυναίκα που μου έκανε τα γούστα. Ένα βράδυ έρχεται στο μαγαζί ο Διαμαντής ο Χιώτης (ο πατέρας του Μανώλη Χιώτη), μαζί με έναν άλλονε (…) Μου λένε τότε ότι ο άλλος, που είχε παρέα ο Διαμαντής, είχε ένα καλό μπουρδέλο στη Θήβα και ήθελε γυναίκες από δω, να τις πάει στο νταραβέρι που είχε. Με ψήσανε κι εμένα να αφήσω τη Σοφία να πάει στη Θήβα. Έπεσε όλη η σωματεμπορία πάνω μου, για να με ψήσουνε ν’ αφήσω τη Σοφία να πάει στο μπουρδέλο. Μου είπανε ότι κάθε εβδομάδα θα έρχεται να με βλέπει εδώ στον Πειραιά. Με πέσανε και με καταφέρανε και της είπα να πάει».
α πράγματα όμως δεν εξελίχθησαν όπως τα σχεδίασε ο ρεμπέτης Γενίτσαρης, καθώς ένας «ενωματάρχης» ερωτεύτηκε τη Σοφία στη Θήβα, αποφάσισε να την παντρευτεί και εκείνη διαμήνυσε στον Γενίτσαρη ότι δεν επρόκειτο να τον δει ξανά. Ο Γενίτσαρης δεν έχασε χρόνο, όπως χαρακτηριστικά διηγείται: «Παίρνω και τον ανεψιό του Βλάχου τον Αντώνη, παίρνω και τον Χρήστο, έναν Μενιδιάτη (παιδί κι αυτό, λουλούδι) που ήταν φυγόδικος τότες γιατί χτύπησε στο Μενίδι έναν ενωματάρχη και τόνε κυνηγούσανε και τον έκρυβα εγώ στο σπίτι της γκόμενας. Βρίσκω κι ένα φίλο μου Στράτο Κουτσομπόλη, που ήτανε κι αυτός ίδια φάρα με μας, και αρχινάμε το ούζο, μέχρι που βγάζω συμπέρασμα εγώ, ότι πρέπει να πάμε στη Θήβα με ταξί και να πάρουμε τη Σοφία και με το ζόρι, αν δεν ήθελε να έρθει. Έτσι κι έγινε». Με ένα «πιστόλι Κολτς 38» και μια «ξιφολόχη του στρατού» εισέβαλε λοιπόν στο πορνείο. Ο πρώτος «τυχερός» που βρέθηκε μπροστά του ήταν ένας ανθυπολοχαγός. Ο Γενίτσαρης νομίζοντας ότι πάει να βγάλει πιστόλι τον μαχαιρώνει κάτω από την ελιά του ποδιού με την κάμα του, όπως διηγείται χαρακτηριστικά, «να βγαίνει πίσω στο κωλομέρι» του ανθυπολοχαγού. Τι ακολούθησε;

«Δεν υπολογίζαμε ούτε Θεό, ούτε -κυρίως- τους μπάτσους. Δεν τους γουστάρω τους μπάτσους».

«Τότε έγινε το σώσε. Αποπάνω από τις σκάλες βλέπω τη Σοφία και πεντέξι από τις άλλες γυναίκες να φωνάζουνε σαν τρομαγμένα θηρία. Ο Κουτσομπόλης είχε κάτσει όξω, ο Μαρίνης κάτω στις σκάλες, και εγώ πάω απάνω. Μόλις ανεβαίνω απάνω, βλέπω ένανε άντρα που έχει ανοίξει ένα παράθυρο από πίσω από το σπίτι, που ήτανε και πιο χαμηλά, και πηδάει έξω. Εγώ τρέχω στο παράθυρο νομίζοντας ότι είναι ο ενωματάρχης, του ρίχνω, αλλά αυτός χάθηκε· έτρεχε πολύ. Τότε γυρίζω εγώ, μαγκώνω τη Σοφία από τα μαλλιά και την τραβάω να μου πει πού είναι το δωμάτιό της. Μπαίνω σε ένα, ήταν μια ντουλάπα με καθρέφτη, σπάω τον καθρέφτη, σπάω μια κανάτα μεγάλη με μια λεκάνη. Αλλά η Σοφία φοβήθηκε και φεύγει να πάει κάτω. Τότε εγώ φωνάζω του Στράτου να την πιάσει, και περιλαβαίνω την μαντάμα (ονόματι Μαργιώ) να μου δείξει το δωμάτιο της Σοφίας. Αυτή φοβάται να μου το δείξει, γιατί νομίζει ότι εγώ θα της κάψω τα ρούχα. Και τότες αρχινάει η ζημιά· δεν αφήνω δωμάτιο γερό. Τα ‘σπασα όλα μέσα: ντουλάπες, λαβουμάνα, ρούχα έσχιζα, και άλλα. Ώσπου μπαίνω στο δωμάτιο της μαντάμας μέσα, χωρίς να ξέρω ότι είναι της μαντάμας. Ορμάει κι αυτή μέσα, φοβούμενη μη της σπάσω κι αυτηνής, και πάει να μου αρπάξει την κάμα που βαστούσα στα χέρια. Τότε γίνεται το μοιραίο· της κόβω το χέρι και της αφαιράω δύο δάχτυλα. Μπήζει τις φωνές».



 

Νεότερη Παλαιότερη